- τεσσαρεσκαιδεκάεδρον
- τεσσᾰρεσκαιδεκά-εδρον, τό,A solid with 14 faces, Id.*Deff.104, Sch.Papp. ap. Archim.ii p.540H.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τεσσαρεσκαιδεκάεδρον — solid with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεσσαρεσκαιδεκάεδρον — τὸ, Α (γεωμ.) στερεό με δεκατέσσερεις έδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαρεσκαίδεκα + εδρον (< ἕδρα), πρβλ. ὀκτά εδρον] … Dictionary of Greek
τεσσαρεσκαιδεκαέδρου — τεσσαρεσκαιδεκάεδρον solid with neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεσσαρεσκαιδεκάεδρα — τεσσαρεσκαιδεκάεδρον solid with neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)